- πολυμιταρικός
- -ή, -όν, Ατο θηλ. ως ουσ. ἡ πολυμιταρική (ενν. τέχνη) η ποικιλτική*, η τέχνη τής ύφανσης πολύχρωμων υφασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μιτάριον «εξάρτημα του αργαλειού» (< μίτος) + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμιτικός — ή, όν, Α [πολυμιτος] πολυμιταρικός … Dictionary of Greek